Greek Meaning of scandic
Σκανδίκ
Other Greek words related to Σκανδίκ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of scandic
- scandinavia => Σκανδιναβία
- scandinavian => Σκανδιναβικό
- scandinavian country => Σκανδιναβική χώρα
- scandinavian language => σκανδιναβική γλώσσα
- scandinavian lox => Καπνιστός σολομός Σκανδιναβίας
- scandinavian nation => σκανδιναβικό έθνος
- scandinavian peninsula => Σκανδιναβική χερσόνησος
- scandium => σκάνδιο
- scanned => Σαρωμένο
- scanner => Σκάνερ
Definitions and Meaning of scandic in English
scandic (a.)
Of or pertaining to scandium; derived from, or containing, scandium.
FAQs About the word scandic
Σκανδίκ
Of or pertaining to scandium; derived from, or containing, scandium.
No synonyms found.
No antonyms found.
scandia => Σκανδιναβία, scandentia => αναρριχητικά, scandent => αναρριχητικό, scandalum magnatum => Σκάνδαλο μεγιστάνων, scandalousness => σκάνδαλο,