FAQs About the word sawer

Πριόνι

One who saws; a sawyer.

No synonyms found.

No antonyms found.

sawed-off shotgun => Πριονισμένο κυνηγετικό όπλο, sawed-off => Κομμένο, sawed => πριονισμένος, sawdust saloon => Ξυλομάνι, sawdust mushroom => Μανιτάρι πριονιδιού,