Greek Meaning of russian orthodox
Ρώσος ορθόδοξος
Other Greek words related to Ρώσος ορθόδοξος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of russian orthodox
- russian olive => Ρώσικη ελιά
- russian monetary unit => Ρωσική νομισματική μονάδα
- russian mayonnaise => ρώσικη μαγιονέζα
- russian federation => Ρωσική Ομοσπονδία
- russian dressing => Ρωσική σάλτσα
- russian dandelion => Ρωσική πικραλίδα
- russian church => ρωσική εκκλησία
- russian capital => ρωσική πρωτεύουσα
- russian cactus => Ρώσικα κάκτος
- russian bank => ρωσικές τράπεζες
- russian orthodox church => Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία
- russian revolution => Ρωσική Επανάσταση
- russian river => Ρώσος ποταμός
- russian roulette => Ρωσική ρουλέτα
- russian soviet federated socialist republic => Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία
- russian thistle => Αγκάθι της Ρωσίας
- russian tumbleweed => Περδικάκι της Ρωσίας
- russian vine => Ρώσικη άμπελος
- russian wolfhound => Ρώσικος λυκόσκυλος
- russianize => ρωσσοποιώ
Definitions and Meaning of russian orthodox in English
russian orthodox (a)
of or relating to or characteristic of the Eastern Orthodox Church
FAQs About the word russian orthodox
Ρώσος ορθόδοξος
of or relating to or characteristic of the Eastern Orthodox Church
No synonyms found.
No antonyms found.
russian olive => Ρώσικη ελιά, russian monetary unit => Ρωσική νομισματική μονάδα, russian mayonnaise => ρώσικη μαγιονέζα, russian federation => Ρωσική Ομοσπονδία, russian dressing => Ρωσική σάλτσα,