FAQs About the word revels (in)

απολαμβάνει

to enjoy (something) very much

Α απολαμβάνει (κ.τ.λ.),απολαμβάνει,αρέσει,αγαπά,φαντασιώσεις,λιχουδιές,απολαμβάνει,απολαμβάνει,εκτιμά,ανασκαφές

δεν αρέσει,καταδικάζει,περιφρονεί,περιφρονεί

revels => πανηγυρίζω, revelries => γλέντια, revelling (in) => απολαμβάνοντας (σε), revelled (in) => απολάμβανε (σε), reveling (in) => απολαμβάνοντας (κάτι),