Greek Meaning of retinerved
Δικτυοειδής νεύρωση
Other Greek words related to Δικτυοειδής νεύρωση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of retinerved
- retinene => ρετινένιο
- retinea => Αμφιβληστροειδής
- retinasphaltum => Ρετινασφαλτο
- retinasphalt => Ρετινασφάλτη
- retinalite => Αμφιβληστροειδίτιδα
- retinal scanning => Σαρωτής αμφιβληστροειδούς
- retinal rod => Ραβδοκύτταρο του αμφιβληστροειδή
- retinal purple => Αμφιβληστροειδής πορφύρα
- retinal detachment => Αποκόλληση αμφιβληστροειδούς
- retinal cone => Κωνιοειδές κύτταρο
Definitions and Meaning of retinerved in English
retinerved (a.)
Having reticulated veins.
FAQs About the word retinerved
Δικτυοειδής νεύρωση
Having reticulated veins.
No synonyms found.
No antonyms found.
retinene => ρετινένιο, retinea => Αμφιβληστροειδής, retinasphaltum => Ρετινασφαλτο, retinasphalt => Ρετινασφάλτη, retinalite => Αμφιβληστροειδίτιδα,