Greek Meaning of reenlistment
Επανένταξη
Other Greek words related to Επανένταξη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of reenlistment
- reenlist => επανακατάταξη
- reenkindle => Αναζωπυρώνω
- reenjoyment => Επανάληψη της απόλαυσης
- reenjoy => απολαμβάνω ξανά
- reengrave => Χαρακωθείτε ξανά
- reengagement => Επανάληψη συναρμογής
- reengage => επαναπροσλαμβάνω
- reenforcement => ενίσχυση
- reenforced concrete => Οπλισμένο σκυρόδεμα
- reenforce => ενισχύω
- reenter => επανεισέρχομαι
- re-enter => επανεισέλθω
- reentering => επανείσοδος
- reentering angle => Γωνία επανεισόδου
- reentering polygon => Επαναεισερχόμενο πολύγωνο
- reenthrone => επανατοποθέτηση στο θρόνο
- reenthronement => ενθρόνιση
- reentrance => επανείσοδος
- reentrant => επανεισερχόμενο
- re-entrant => επανεισόδου
Definitions and Meaning of reenlistment in English
reenlistment (n)
a renewed enlistment
reenlistment (n.)
A renewed enlistment.
FAQs About the word reenlistment
Επανένταξη
a renewed enlistmentA renewed enlistment.
No synonyms found.
No antonyms found.
reenlist => επανακατάταξη, reenkindle => Αναζωπυρώνω, reenjoyment => Επανάληψη της απόλαυσης, reenjoy => απολαμβάνω ξανά, reengrave => Χαρακωθείτε ξανά,