Greek Meaning of red sorrel
Ξινόχορτο
Other Greek words related to Ξινόχορτο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of red sorrel
- red snapper => Κόκκινος μαγγανοσκορπίος
- red siskin => Κόκκινος φλώρος
- red silver fir => Κόκκινη ελάτη
- red silk-cotton tree => Κόκκινο μετάξι βαμβακόδεντρο
- red silk cotton => Κόκκινο μετάξι
- red shrubby penstemon => Κόκκινο φρύγανο penstemon
- red shift => Ερυθρά μετατόπιση
- red setter => Ιρλανδικός σέττερ
- red sea => Ερυθρά Θάλασσα
- red scare => Κόκκινος τρόμος
- red spider mite => Τετράνυχος ο τσουκνιδωτός
- red sprites => Kόκκινα Ξωτικά
- red spruce => κόκκινη ελάτη
- red squirrel => Κόκκινος σκίουρος
- red sun => κόκκινος ήλιος
- red tai => Κόκκινη γραβάτα
- red tape => Γραφειοκρατία
- red tide => Κόκκινη παλίρροια
- red trillium => Κόκκινος τριλλιαίος
- red underwing => (κόκκινη κάτω πτέρυγα (είδος πεταλούδας))
Definitions and Meaning of red sorrel in English
red sorrel (n)
East Indian sparsely prickly annual herb or perennial subshrub widely cultivated for its fleshy calyxes used in tarts and jelly and for its bast fiber
FAQs About the word red sorrel
Ξινόχορτο
East Indian sparsely prickly annual herb or perennial subshrub widely cultivated for its fleshy calyxes used in tarts and jelly and for its bast fiber
No synonyms found.
No antonyms found.
red snapper => Κόκκινος μαγγανοσκορπίος, red siskin => Κόκκινος φλώρος, red silver fir => Κόκκινη ελάτη, red silk-cotton tree => Κόκκινο μετάξι βαμβακόδεντρο, red silk cotton => Κόκκινο μετάξι,