FAQs About the word raper

Definition not available

someone who forces another to have sexual intercourse

αρπακτικό,ληστής,επιτιθέμενος,επιτιθέμενος,Επιτιθέμενος,εισβολέας,ληστής,επιδρομέας,επιτιθέμενος,πολιορκητής

No antonyms found.

rape oil => Κανόλα, rapateaceae => Rapateaceae, raparee => ληστής, rapacity => αρπακτικότητα, rapaciousness => αρπακτικότητα,