Greek Meaning of radioisotope
ραδιενεργό ισότοπο
Other Greek words related to ραδιενεργό ισότοπο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of radioisotope
- radioimmunoassay => Ραδιοανοσοδοκιμασία
- radiography => ακτινογραφία
- radiographic => ακτινογραφικό
- radiographer => Ακτινολόγος
- radiograph => ακτινογραφία
- radio-gramophone => Ραδιόφωνο-γραμμόφωνο
- radiogram => Ραδιοτηλεγράφημα
- radio-frequency spectrum => Ραδιοφασμα
- radio-flagellata => Ραδιομαστιγοφόρα
- radio-controlled aircraft => Ραδιοελεγχόμενο αεροπλάνο
Definitions and Meaning of radioisotope in English
radioisotope (n)
a radioactive isotope of an element; produced either naturally or artificially
FAQs About the word radioisotope
ραδιενεργό ισότοπο
a radioactive isotope of an element; produced either naturally or artificially
No synonyms found.
No antonyms found.
radioimmunoassay => Ραδιοανοσοδοκιμασία, radiography => ακτινογραφία, radiographic => ακτινογραφικό, radiographer => Ακτινολόγος, radiograph => ακτινογραφία,