Greek Meaning of radiobiologist
Ακτινοβιολόγος
Other Greek words related to Ακτινοβιολόγος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of radiobiologist
- radioactivity unit => Μονάδα ραδιενέργειας
- radioactivity => ραδιενέργεια
- radioactively => ραδιενεργά
- radioactive waste => ραδιενεργά απόβλητα
- radioactive material => ραδιενεργό υλικό
- radioactive iodine uptake test => Εξέταση πρόσληψης ραδιενεργού ιωδίου
- radioactive iodine test => Ραδιοϊσότοπος ιώδιο
- radioactive iodine excretion test => Δοκιμή απέκκρισης ραδιενεργού ιωδίου
- radioactive dust => ραδιενεργή σκόνη
- radioactive decay => Ραδιενεργή διάσπαση
- radiobiology => ραδιοβιολογία
- radiocarbon => ραδιενεργός άνθρακας
- radiocarbon dating => Χρονολόγηση με άνθρακα-14
- radiocarpal joint => Καρπομετακάρπιο άρθρωση
- radiochemist => Ραδιοχημικός
- radiochemistry => Ραδιοχημεία
- radiochlorine => ραδιοχλώριο
- radiocommunication => ραδιοεπικοινωνία
- radioconductor => Μουσικός διευθυντής
- radio-controlled => ελεγχόμενος από το ραδιόφωνο
Definitions and Meaning of radiobiologist in English
radiobiologist (n)
a biologist who studies the effects of radiation on living organisms
FAQs About the word radiobiologist
Ακτινοβιολόγος
a biologist who studies the effects of radiation on living organisms
No synonyms found.
No antonyms found.
radioactivity unit => Μονάδα ραδιενέργειας, radioactivity => ραδιενέργεια, radioactively => ραδιενεργά, radioactive waste => ραδιενεργά απόβλητα, radioactive material => ραδιενεργό υλικό,