Greek Meaning of querist
ερωτών
Other Greek words related to ερωτών
Nearest Words of querist
Definitions and Meaning of querist in English
querist (n.)
One who inquires, or asks questions.
FAQs About the word querist
ερωτών
One who inquires, or asks questions.
ερευνητής,ερωτητής,στρατιώτης,συνεντευξιαστής,αναζητητής,πωλητής,εκλογικός πράκτορας,σφυγμομέτρηση,δημοσκόπος
ο ερωτώμενος,κατηγορούμενος,αποκριτής,πληροφοριοδότης,ερωτώμενος,ρεπόρτερ ,ερωτώμενος,μάρτυρας,μάρτυρας,αποστολέας
querimony => Θρήνος, queries => ερωτήματα, querier => αναζητητής, queried => ερωτηθεί, querent => ερωτών,