Greek Meaning of purpleness
πορφυρότητα
Other Greek words related to πορφυρότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of purpleness
- purple-lilac => μωβ
- purple-hooded orchis => Ορχιδέα με κουκούλα μωβ
- purple-green => μοβ-πράσινο
- purple-fringed orchis => Ορχιδέα με μωβ κρόσσια
- purple-fringed orchid => "ορχιδέα με μοβ περιθώρια"
- purple-flowering raspberry => Μωβ σμέουρο
- purple-flowered => πορφυρανθής
- purple-eyed => με μοβ μάτια
- purple-brown => μωβ-καφέ
- purple-blue => μωβ
- purple-red => πορφυρός
- purple-spotted => μωβ κηλιδωμένος
- purple-staining cortinarius => Κορτινάριος ο πορφυροχρώς
- purple-stemmed aster => Άστερας με μωβ μίσχο
- purple-tinged => Πορφυροειδής
- purple-tinted => πορφυρόχρωμο
- purple-veined => βιολετί-φλέβια
- purple-white => Μωβ-άσπρο
- purplish => μωβ
- purplish blue => μοβ-μπλε
Definitions and Meaning of purpleness in English
purpleness (n)
a purple color or pigment
FAQs About the word purpleness
πορφυρότητα
a purple color or pigment
No synonyms found.
No antonyms found.
purple-lilac => μωβ, purple-hooded orchis => Ορχιδέα με κουκούλα μωβ, purple-green => μοβ-πράσινο, purple-fringed orchis => Ορχιδέα με μωβ κρόσσια, purple-fringed orchid => "ορχιδέα με μοβ περιθώρια",