FAQs About the word polymerize

Πολυμερίζω

cause (a compound) to polymerize, undergo polymerization

No synonyms found.

No antonyms found.

polymerization => πολυμερισμός, polymerise => πολυμερίζω, polymerisation => Πολυμερισμός, polymeric amide => Πολυμερικό αμίδιο, polymeric => πολυμερές,