Greek Meaning of polyethylene
Πολυαιθυλένιο
Other Greek words related to Πολυαιθυλένιο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of polyethylene
- polyestrous => Πολύοιστρος
- polyester fiber => Πολυεστερική ίνα
- polyester => Πολυεστέρας
- polyergus rufescens => Polyergus rufescens
- polyergus => Πολυέργους
- polyembryony => Πολυεμβρυονία
- polyembryonic => πολυεμβρυονικός
- polyembryonate => πολυεμβρυώδης
- polyelectrolyte => Πολυηλεκτρολύτης
- polyeidism => Πολυμορφία
- polyfoam => πολυστυρένιο
- polyfoil => Πολυστρωματικό υλικό
- polygala => πολυγαλα
- polygala alba => Λευκό γαλατσίδα
- polygala lutea => Πολυγκοναθιά η κιτρινή
- polygala paucifolia => Πολυγάλικο το ολιγόφυλλο
- polygala senega => Σενέκας πολυγάλας, Σενέκα
- polygala vulgaris => Κοινό γαλατσίδα
- polygalaceae => Πολυγαλακίδες
- polygalaceous => πολυγαλής
Definitions and Meaning of polyethylene in English
polyethylene (n)
a lightweight thermoplastic; used especially in packaging and insulation
FAQs About the word polyethylene
Πολυαιθυλένιο
a lightweight thermoplastic; used especially in packaging and insulation
No synonyms found.
No antonyms found.
polyestrous => Πολύοιστρος, polyester fiber => Πολυεστερική ίνα, polyester => Πολυεστέρας, polyergus rufescens => Polyergus rufescens, polyergus => Πολυέργους,