Greek Meaning of plantal
πέλματος
Other Greek words related to πέλματος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of plantal
- plantain-leaved pussytoes => Senecio erucifolius
- plantain tree => Μπανάνα
- plantain lily => Μπανανόφυλλο
- plantain family => Μουσοειδή
- plantain => Μπανάνα
- plantago virginica => Plantago virginica
- plantago rugelii => plantago rugelii
- plantago psyllium => Πλαντάγκο το ψύλλιο
- plantago media => Πλαντάγκο
- plantago major => Βαμβακούλα ή βεργούλα ή βρούλα ή σταυρωνάκι ή γλυστρίδα
- plantar => πελματιαίος
- plantar reflex => Αχίλλειος αντανακλαστικός
- plantar wart => Κονδυλώματα πέλματος
- plantation => Φυτεία
- plantation owner => Ιδιοκτήτης φυτείας
- plantation walking horse => Άλογο περιπάτου φυτείας
- plant-cane => φυτό καλάμι
- plant-eating => Φυτοφάγος
- planter => Φυτευτής
- planter's punch => πλαντερς παντς
Definitions and Meaning of plantal in English
plantal (a)
of or relating to plants
plantal (a.)
Belonging to plants; as, plantal life.
FAQs About the word plantal
πέλματος
of or relating to plantsBelonging to plants; as, plantal life.
No synonyms found.
No antonyms found.
plantain-leaved pussytoes => Senecio erucifolius, plantain tree => Μπανάνα, plantain lily => Μπανανόφυλλο, plantain family => Μουσοειδή, plantain => Μπανάνα,