Greek Meaning of planometry
Επιπεδομετρία
Other Greek words related to Επιπεδομετρία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of planometry
- planometer => πλησιόμετρο
- plano-horizontal => επίπεδο οριζόντιο
- planography => Επιπεδόγραμμα
- planographic printing => Επίπεδη εκτύπωση
- planographic => planográfico
- planogamete => Πλανογαμέτη
- plano-convex => Επίπεδο-κυρτό
- planoconvex => Επιπεδοκυρτός
- plano-conical => επίπεδος κωνικός
- plano-concave => επίπεδο-κοίλος
- plano-orbicular => επιπεδοκυκλικός
- planorbis => πλανόρβης
- plano-subulate => επιπεδόσουλοειδές
- plant => Φυτό
- plant bug => Φυτόκοπος
- plant cell => Φυτικό κύτταρο
- plant closing => Κλείσιμο εργοστασίου
- plant department => Τμήμα φυτών
- plant disease => Ασθένεια των φυτών
- plant family => Βοτανική οικογένεια
Definitions and Meaning of planometry in English
planometry (n.)
The art or process of producing or gauging a plane surface.
FAQs About the word planometry
Επιπεδομετρία
The art or process of producing or gauging a plane surface.
No synonyms found.
No antonyms found.
planometer => πλησιόμετρο, plano-horizontal => επίπεδο οριζόντιο, planography => Επιπεδόγραμμα, planographic printing => Επίπεδη εκτύπωση, planographic => planográfico,