FAQs About the word pipeful

άσκα

the quantity of tobacco that can be smoked in a pipe at one time

κανάλι,σωλήνας,αποχέτευση,Χωνί,σωληνώσεις,σωλήνας,αγωγός,ηγέτης,γραμμή,Αγωγός

No antonyms found.

pipefitting => Υδραυλικές εγκαταστάσεις, pipefish => Σωλήνας, piped => σωληνώσεων, pipe-clay => καολίτης, pipeclay => πηλός πίπας,