Greek Meaning of pilosity
τριχοφυΐα
Other Greek words related to τριχοφυΐα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pilosity
- pilosella officinarum => Ταράξακο
- pilosella aurantiaca => Ιεράκιον το πορτοκαλί
- pilosella => ιέρακας ο πιλοσέλλα
- pilosebaceous => τριχοσμηγματογόνος
- pilose => τριχωτός
- pilorhizae => πιλορίζα
- piloncillo => Πιλονσίγιο
- pilonce => Πιλόνσε
- pilon => γουδοχέρι
- pilomotor reflex => Αντανακλαστικό του Χόρχνερ
- pilot => πιλότος
- pilot balloon => Χειριστήριο μπαλονι
- pilot biscuit => Ξεροπάξιμο
- pilot bit => πιλοτικό τρυπάνι
- pilot blacksnake => Μαύρος πιλότος φιδιού
- pilot boat => Πλοίο λαμπαδάριο
- pilot bread => Παξιμάδι
- pilot chart => Πίνακας ελέγχου
- pilot cloth => Πιλοτικό ύφασμα
- pilot engine => Πιλοτικό ατμομηχάνημα
Definitions and Meaning of pilosity in English
pilosity (n)
the quality of having hair
pilosity (n.)
The quality or state of being pilose; hairiness.
FAQs About the word pilosity
τριχοφυΐα
the quality of having hairThe quality or state of being pilose; hairiness.
No synonyms found.
No antonyms found.
pilosella officinarum => Ταράξακο, pilosella aurantiaca => Ιεράκιον το πορτοκαλί, pilosella => ιέρακας ο πιλοσέλλα, pilosebaceous => τριχοσμηγματογόνος, pilose => τριχωτός,