FAQs About the word picrate

Πικράτης

A salt of picric acid.

No synonyms found.

No antonyms found.

picrasma excelsum => Πικράσμα το εξαίρετο, picrasma excelsa => Πικράσμα το υψηλό, picrasma => Πικράσμα, picra => πικρα, picquet => πεκέτο,