Greek Meaning of physiographical
φυσιογραφικό
Other Greek words related to φυσιογραφικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of physiographical
- physiographic => φυσιογραφικός
- physiogony => φυσιογνωμία
- physiognomy => Φυσιογνωμία
- physiognommonic => φυσιογνωμικός
- physiognomize => φυσιογνωμισω
- physiognomist => φυσιογνωμιστής
- physiognomies => φυσιογνωμίες
- physiognomical => φυσιογνωμικός
- physiognomic => φυσιογνωμικός
- physiognomer => Φυσιογνωμιστής
- physiography => φυσιογραφία
- physiolatry => φυσιολατρία
- physiologer => Φυσιολόγος
- physiologic => φυσιολογικός
- physiological => φυσιολογικός
- physiological anatomy => Φυσιολογική ανατομία
- physiological condition => Φυσιολογική κατάσταση
- physiological jaundice of the newborn => Φυσιολογικός ίκτερος νεογνού
- physiological nystagmus => Φυσιολογικός νυσταγμός
- physiological property => Φυσιολογική ιδιότητα
Definitions and Meaning of physiographical in English
physiographical (a.)
Of or pertaining to physiography.
FAQs About the word physiographical
φυσιογραφικό
Of or pertaining to physiography.
No synonyms found.
No antonyms found.
physiographic => φυσιογραφικός, physiogony => φυσιογνωμία, physiognomy => Φυσιογνωμία, physiognommonic => φυσιογνωμικός, physiognomize => φυσιογνωμισω,