Greek Meaning of pheasantry
Φασιανότοπος
Other Greek words related to Φασιανότοπος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pheasantry
- pheasant under glass => Φασιανός κάτω από γυαλί
- pheasant cuckoo => Φασιανόκουκος
- pheasant coucal => φασιανός κούκος
- pheasant => Φασιανός
- phd => διδακτορικό δίπλωμα
- phatic speech => Φατικό λόγο
- phatic communication => Φατική επικοινωνία
- phatagin => Φαταγίν
- phasmidia => φασμιδοειδή
- phasmidae => Φάσματα
- pheasant's-eye => Μάτι φασιανού
- phebe => Φοίβη
- pheer => πίσω
- phegopteris => Φεγγοπτέριδα
- phegopteris connectilis => Φαιγόπτερι το συνδετικό
- phegopteris hexagonoptera => Phegopteris hexagonoptera
- pheidias => Φειδίας
- phellem => Φελλός
- phellodendron => Αρωμασία
- phellodendron amurense => Φελλοδέντρον της Αμoύρ
Definitions and Meaning of pheasantry in English
pheasantry (n.)
A place for keeping and rearing pheasants.
FAQs About the word pheasantry
Φασιανότοπος
A place for keeping and rearing pheasants.
No synonyms found.
No antonyms found.
pheasant under glass => Φασιανός κάτω από γυαλί, pheasant cuckoo => Φασιανόκουκος, pheasant coucal => φασιανός κούκος, pheasant => Φασιανός, phd => διδακτορικό δίπλωμα,