Greek Meaning of pharyngitis
φαρυγγίτιδα
Other Greek words related to φαρυγγίτιδα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pharyngitis
- pharynges => φάρυγγες
- pharyngeal vein => Φλεβική φλέβα
- pharyngeal tonsil => Φαρυγγική αμυγδαλή
- pharyngeal reflex => Φαρυγγικός αντανακλαστικός μηχανισμός
- pharyngeal recess => Φαρυγγικός κόλπος
- pharyngeal consonant => Φαρυγγικός συμφωνικός ήχος
- pharyngeal => φαρυγγικός
- pharyngal => φαρυγγικός
- pharsalus => Φάρσαλα
- pharos => φάρος
Definitions and Meaning of pharyngitis in English
pharyngitis (n)
inflammation of the fauces and pharynx
pharyngitis (n.)
Inflammation of the pharynx.
FAQs About the word pharyngitis
φαρυγγίτιδα
inflammation of the fauces and pharynxInflammation of the pharynx.
No synonyms found.
No antonyms found.
pharynges => φάρυγγες, pharyngeal vein => Φλεβική φλέβα, pharyngeal tonsil => Φαρυγγική αμυγδαλή, pharyngeal reflex => Φαρυγγικός αντανακλαστικός μηχανισμός, pharyngeal recess => Φαρυγγικός κόλπος,