Greek Meaning of personal income
προσωπικό εισόδημα
Other Greek words related to προσωπικό εισόδημα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of personal income
- personal identity => Προσωπική ταυτότητα
- personal identification number => Αριθμός προσωπικής ταυτοποίησης
- personal foul => Προσωπικό φάουλ
- personal expense => Προσωπικά έξοδα
- personal estate => προσωπική περιουσία
- personal equation => προσωπική εξίσωση
- personal effects => Προσωπικά αντικείμενα
- personal digital assistant => Προσωπικός ψηφιακός βοηθός
- personal credit line => Προσωπική πίστωση
- personal computer => Προσωπικός υπολογιστής
- personal judgement => Προσωπική κρίση
- personal judgment => προσωπική κρίση
- personal letter => Προσωπική επιστολή
- personal line of credit => προσωπική γραμμή πίστωσης
- personal loan => προσωπικό δάνειο
- personal magnetism => προσωπικός μαγνητισμός
- personal manner => προσωπικός τρόπος
- personal matters => προσωπικά ζητήματα
- personal memory => Προσωπική μνήμη
- personal organiser => Προσωπικός διοργανωτής
Definitions and Meaning of personal income in English
personal income (n)
the income received by a single individual
FAQs About the word personal income
προσωπικό εισόδημα
the income received by a single individual
No synonyms found.
No antonyms found.
personal identity => Προσωπική ταυτότητα, personal identification number => Αριθμός προσωπικής ταυτοποίησης, personal foul => Προσωπικό φάουλ, personal expense => Προσωπικά έξοδα, personal estate => προσωπική περιουσία,