Greek Meaning of pericarpial
περικάρπιο
Other Greek words related to περικάρπιο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pericarpial
- pericarp => Καρπός
- pericardium => περικάρδιο
- pericarditus => περικαρδίτιδα
- pericarditis => περικαρδίτιδα
- pericardic => περικαρδιακός
- pericardian => περικαρδίτιδα
- pericardial vein => περικαρδιακή φλέβα
- pericardial space => περιεγκαρδιακός χώρος
- pericardial sac => Περικαρδιακός σάκος
- pericardial cavity => Περιкарδιακή κοιλότητα.
Definitions and Meaning of pericarpial in English
pericarpial (a.)
Alt. of Pericarpic
FAQs About the word pericarpial
περικάρπιο
Alt. of Pericarpic
No synonyms found.
No antonyms found.
pericarp => Καρπός, pericardium => περικάρδιο, pericarditus => περικαρδίτιδα, pericarditis => περικαρδίτιδα, pericardic => περικαρδιακός,