Greek Meaning of penicil
μολύβι
Other Greek words related to μολύβι
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of penicil
- penicillamine => Πενικιλαμίνη
- penicilliform => πινσελωτός
- penicillin => πενικιλλίνη
- penicillin f => πενικιλλίνη f
- penicillin g => πενικιλλίνη G
- penicillin o => πενικιλίνη o
- penicillin v => Πενικιλίνη V
- penicillin v potassium => Πενικιλίνη V καλίου
- penicillinase => Πενικιλλινάση
- penicillinase-resistant antibiotic => Αντιβιοτικό ανθεκτικό στην πενικιλινάση
Definitions and Meaning of penicil in English
penicil (n.)
A tent or pledget for wounds or ulcers.
FAQs About the word penicil
μολύβι
A tent or pledget for wounds or ulcers.
No synonyms found.
No antonyms found.
penible => επώδυνος, penhouse => Ρετιρέ, penholder => θήκη στυλό, penguinery => αποικία πιγκουίνων, penguin => πιγκουίνος,