Greek Meaning of pelerine
πελερίνα
Other Greek words related to πελερίνα
Nearest Words of pelerine
- pelegrine => πετρίτης
- pelecypodous => Δίθυρα
- pelecypoda => Διθύρα
- pelecypod => Δίθυρο
- pelecoid => Οικογένεια Τεθωρακισμένων (Pelecoididae)
- pelecanus onocrotalus => Ροζ πελεκάνος
- pelecanus erythrorhynchos => Λευκός πελεκάνος
- pelecanus => Πελεκάνος
- pelecanoididae => Pelecanoididae
- pelecaniformes => Πελεκανινοειδή
Definitions and Meaning of pelerine in English
pelerine (n.)
A woman's cape; especially, a fur cape that is longer in front than behind.
FAQs About the word pelerine
πελερίνα
A woman's cape; especially, a fur cape that is longer in front than behind.
Μπουρνούς,Μπουρνούς,κάπα,Μανδύας,Καπουτσίνος,μάντα,Μαντεία,Μαντίλα,παλατινός,Πελίσα
No antonyms found.
pelegrine => πετρίτης, pelecypodous => Δίθυρα, pelecypoda => Διθύρα, pelecypod => Δίθυρο, pelecoid => Οικογένεια Τεθωρακισμένων (Pelecoididae),