Greek Meaning of pelasgic
πελασγικός
Other Greek words related to πελασγικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pelasgic
- pelasgian => πελασγικός
- pelargonium peltatum => πελαργόνιουμ με φύλλα κισσού, πελαργόνιο
- pelargonium odoratissimum => Άρωμα πελαργονίου
- pelargonium limoneum => Πελαργόνι το λεμονένιο
- pelargonium hortorum => Πελαργόνιον
- pelargonium graveolens => Γεράνι μυρωδάτο
- pelargonium => Γεράνι
- pelargonic => πελαργονικό
- pelagius => Πελάγιος
- pelagic bird => Πελαγικό πουλί
- pelecan => πελεκάνος
- pelecanidae => Πελικανοειδή
- pelecaniform seabird => Πελεκανόμορφο θαλασσοπούλι
- pelecaniformes => Πελεκανινοειδή
- pelecanoididae => Pelecanoididae
- pelecanus => Πελεκάνος
- pelecanus erythrorhynchos => Λευκός πελεκάνος
- pelecanus onocrotalus => Ροζ πελεκάνος
- pelecoid => Οικογένεια Τεθωρακισμένων (Pelecoididae)
- pelecypod => Δίθυρο
Definitions and Meaning of pelasgic in English
pelasgic (a.)
Of or pertaining to the Pelasgians, an ancient people of Greece, of roving habits.
Wandering.
FAQs About the word pelasgic
πελασγικός
Of or pertaining to the Pelasgians, an ancient people of Greece, of roving habits., Wandering.
No synonyms found.
No antonyms found.
pelasgian => πελασγικός, pelargonium peltatum => πελαργόνιουμ με φύλλα κισσού, πελαργόνιο, pelargonium odoratissimum => Άρωμα πελαργονίου, pelargonium limoneum => Πελαργόνι το λεμονένιο, pelargonium hortorum => Πελαργόνιον,