FAQs About the word pectinately

κτενοειδής

In a pectinate manner.

No synonyms found.

No antonyms found.

pectinated => Χτενισμένος, pectinate => κτενοειδής, pectinal => κτενωτός, pectin => πηκτίνη, pectic acid => Πηκτικό οξύ,