Greek Meaning of peasanthood
γεωργία
Other Greek words related to γεωργία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of peasanthood
- peasant => Παρτάλι
- peas => μπιζέλια
- peary => Πίρι
- peart => ζωηρός
- pearson product-moment correlation coefficient => Συντελεστής συσχετισμού ροπής-προϊόντος του Pearson
- pear-shaped => αχλαδόσχημος
- pearmain => Πέρμεν
- pearly-white => πεντακάθαρος
- pearly-shelled mussel => Μαργαριταρόχοιρο
- pearly razorfish => Ξυράφι μαχαιρόψαρο
Definitions and Meaning of peasanthood in English
peasanthood (n)
the state of being a peasant
FAQs About the word peasanthood
γεωργία
the state of being a peasant
No synonyms found.
No antonyms found.
peasant => Παρτάλι, peas => μπιζέλια, peary => Πίρι, peart => ζωηρός, pearson product-moment correlation coefficient => Συντελεστής συσχετισμού ροπής-προϊόντος του Pearson,