Greek Meaning of parliamentary law
κοινοβουλευτικό δίκαιο
Other Greek words related to κοινοβουλευτικό δίκαιο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of parliamentary law
- parliamentary democracy => Κοινοβουλευτική Δημοκρατία
- parliamentary agent => Κοινοβουλευτικός πράκτορας
- parliamentary => Κοινοβουλευτικό
- parliamentarily => κοινοβουλευτικά
- parliamentarian => Βουλευτής
- parliamental => κοινοβουλευτικός
- parliament => Κοινοβούλιο
- parleys => διαπραγματεύσεις
- parleying => διαπραγμάτευση
- parleyed => συζητούσε
- parliamentary monarchy => Κοινοβουλευτική μοναρχία
- parliamentary procedure => Κοινοβουλευτική διαδικασία
- parlor => σαλόνι
- parlor car => Κοιμωμένο βαγόνι
- parlor game => Παιχνίδι σαλονιού
- parlor grand => Πιάνο σαλονιού
- parlor grand piano => Μεγάλο σαλόνι
- parlor match => Αγώνας σαλόνι
- parlormaid => Υπηρέτρια σαλονιού
- parlour => σαλόνι
Definitions and Meaning of parliamentary law in English
parliamentary law (n)
a body of rules followed by an assembly
FAQs About the word parliamentary law
κοινοβουλευτικό δίκαιο
a body of rules followed by an assembly
No synonyms found.
No antonyms found.
parliamentary democracy => Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, parliamentary agent => Κοινοβουλευτικός πράκτορας, parliamentary => Κοινοβουλευτικό, parliamentarily => κοινοβουλευτικά, parliamentarian => Βουλευτής,