Greek Meaning of parking lot
Χώρος στάθμευσης
Other Greek words related to Χώρος στάθμευσης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of parking lot
- parking meter => παρκόμετρο
- parking space => χώρος στάθμευσης
- parking ticket => Πρόστιμο στάθμευσης
- parking zone => ζώνη στάθμευσης
- parkinson => νόσος Πάρκινσον
- parkinsonia => Παρκινσόνια
- parkinsonia aculeata => Παρκινσονία η ακανθώδης
- parkinsonia florida => Πάρκινσονια η φλοριντάνα
- parkinsonism => Παρκινσονισμός
- parkinson's => νόσος Πάρκινσον
Definitions and Meaning of parking lot in English
parking lot (n)
a lot where cars are parked
FAQs About the word parking lot
Χώρος στάθμευσης
a lot where cars are parked
No synonyms found.
No antonyms found.
parking brake => Χειρόφρενο, parking area => χώρος στάθμευσης, parking => στάθμευση, parkia javanica => Πάρκιια η ιωνική, parkia => Πάρκια,