Greek Meaning of painture
Ζωγραφική
Other Greek words related to Ζωγραφική
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of painture
- paintless => άχρωμος
- painting => Ζωγραφική
- paintership => αριθμός ζωγράφων
- painter's colic => Κολικός ζωγράφου
- painterly => ζωγραφικός
- painter => ζωγράφος
- painted-leaf begonia => Μπεγκόνια η βασιλική
- painted turtle => Χελώνα ζωγραφισμένη
- painted tortoise => Ζωγραφισμένη χελώνα
- painted tongue => Βαμμένη γλώσσα
Definitions and Meaning of painture in English
painture (v. t.)
The art of painting.
FAQs About the word painture
Ζωγραφική
The art of painting.
No synonyms found.
No antonyms found.
paintless => άχρωμος, painting => Ζωγραφική, paintership => αριθμός ζωγράφων, painter's colic => Κολικός ζωγράφου, painterly => ζωγραφικός,