Greek Meaning of oyster plant
Σκορτσονέρα
Other Greek words related to Σκορτσονέρα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of oyster plant
- oyster park => πάρκο στρειδιών
- oyster mushroom => Αμυγδαλόμανιταρο
- oyster fungus => Στρείδι
- oyster fish => Στρείδι ψάρι
- oyster dressing => Γέμιση στρειδιών
- oyster cracker => Κράκερ στρείδι
- oyster crab => Καρκίνος στρειδιών
- oyster catcher => στρειδοφάγος
- oyster bed => Οστρακοτροφείο
- oyster bar => Μπαρ στρειδιών
- oyster shell => κοχύλι στρειδιών
- oyster stew => Σούπα από στρείδια
- oyster stuffing => γέμιση στρειδιών
- oystercatcher => στρειδοφάγος
- oysterfish => Στρείδι
- oyster-fish => Στρείδι
- oyster-green => στρείδι πράσινο
- oystering => οστρακοκαλλιέργεια
- oysterling => Δεν υπάρχουν μεταφράσεις
- oysters rockefeller => Στρείδια Ροκφέλερ
Definitions and Meaning of oyster plant in English
oyster plant (n)
edible root of the salsify plant
Mediterranean biennial herb with long-stemmed heads of purple ray flowers and milky sap and long edible root; naturalized throughout United States
long white salsify
FAQs About the word oyster plant
Σκορτσονέρα
edible root of the salsify plant, Mediterranean biennial herb with long-stemmed heads of purple ray flowers and milky sap and long edible root; naturalized thro
No synonyms found.
No antonyms found.
oyster park => πάρκο στρειδιών, oyster mushroom => Αμυγδαλόμανιταρο, oyster fungus => Στρείδι, oyster fish => Στρείδι ψάρι, oyster dressing => Γέμιση στρειδιών,