FAQs About the word oxalurate

οξαλουράτο

A salt of oxaluric acid.

No synonyms found.

No antonyms found.

oxaluramide => Οξαλούραμιδέ, oxaloacetic acid => Οξαλοξικό οξύ, oxaloacetate => Οξαλοξεικό οξύ, oxalite => Οξαλικό, oxalis violacea => ξινίδα η βιολεώδης,