Greek Meaning of ovally
οβάλ
Other Greek words related to οβάλ
Nearest Words of ovally
Definitions and Meaning of ovally in English
ovally (adv.)
In an oval form.
FAQs About the word ovally
οβάλ
In an oval form.
Ελλειπτικός,ελλειπτικός,ωοειδής,ωοειδής,Ελλειψοειδές
μπλοκ,Τετράγωνο,Κύβος,ορθογώνιο
ovalipes ocellatus => Καβούρι με βούλες, ovalipes => ovalipes, ovaliform => οβάλ, oval-fruited => οβάλ φρούτων, ovalbumin => ωολευκωματίνη,