FAQs About the word osmite

οσμίτης

A salt of osmious acid.

No synonyms found.

No antonyms found.

osmiridium => οσμιρίδιο, osmious => ωσμωτικός, osmidrosis => Οσμίδρωση, osmic => ωσμωτικός, osmiamic => ωσμωτικός,