FAQs About the word osmate

ωσμωτική

A salt of osmic acid.

No synonyms found.

No antonyms found.

osmanthus americanus => Αμερικάνικο όσμανθους, osmanthus => Osmanthus, osmanlis => Οθωμανοί, osmanli => οθωμανικός, osman i => Οσμάν Α',