Greek Meaning of orthodontist
Ορθοδοντικός
Other Greek words related to Ορθοδοντικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of orthodontist
- orthodontics => Ορθοδοντική
- orthodontic treatment => Ορθοδοντική θεραπεία
- orthodontic braces => Σιδεράκια
- orthodontic => Ορθοδοντική
- orthodontia => Ορθοδοντική
- orthodome => Ορθόδρομος
- orthodiagonal => ορθοδιαγώνιος
- orthoclastic => ορθοκλαστικός
- orthoclase => ορθοκλάσης
- orthochromatic film => Ορθοχρωματική ταινία
- orthodonture => Ορθοδοντική
- orthodox => ορθόδοξος
- orthodox catholic church => Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία
- orthodox church => Ορθόδοξη Εκκλησία
- orthodox jew => ορθόδοξος Εβραίος
- orthodox judaism => Ορθόδοξος Ιουδαϊσμός
- orthodox sleep => Ορθόδοξος ύπνος
- orthodoxal => Ορθόδοξος
- orthodoxality => Ορθοδοξία
- orthodoxally => ορθόδοξα
Definitions and Meaning of orthodontist in English
orthodontist (n)
a dentist specializing in the prevention or correction of irregularities of the teeth
FAQs About the word orthodontist
Ορθοδοντικός
a dentist specializing in the prevention or correction of irregularities of the teeth
No synonyms found.
No antonyms found.
orthodontics => Ορθοδοντική, orthodontic treatment => Ορθοδοντική θεραπεία, orthodontic braces => Σιδεράκια, orthodontic => Ορθοδοντική, orthodontia => Ορθοδοντική,