Greek Meaning of orientality
Ανατολίτικος
Other Greek words related to Ανατολίτικος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of orientality
- orientalist => ανατολιστής
- orientalism => ανατολισμός
- orientalise => ανατολίζω
- oriental studies => ανατολικές σπουδές
- oriental spruce => ανατολικό έλατο
- oriental sore => Ανατολική πληγή
- oriental scops owl => Ανατολικός νάνος γκιώνης
- oriental roach => Ανατολίτικη κατσαρίδα
- oriental poppy => Ανατολίτικη παπαρούνα
- oriental plane => Ανατολικό πλατάνι
- orientalize => Ανατολίζω
- orientalized => ανατολίζων
- orientalizing => ανατολίζον
- orientate => Εστιάζω
- orientated => προσανατολισμένος
- orientating => Προσανατολιστικός
- orientation => Προσανατολισμός
- orientation course => Μαθήματα προσανατολισμού
- oriented => προσανατολισμένος
- orienting => προσανατολιστικός
Definitions and Meaning of orientality in English
orientality (n.)
The quality or state of being oriental or eastern.
FAQs About the word orientality
Ανατολίτικος
The quality or state of being oriental or eastern.
No synonyms found.
No antonyms found.
orientalist => ανατολιστής, orientalism => ανατολισμός, orientalise => ανατολίζω, oriental studies => ανατολικές σπουδές, oriental spruce => ανατολικό έλατο,