Greek Meaning of orangewood
ξύλο από πορτοκαλιά
Other Greek words related to ξύλο από πορτοκαλιά
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of orangewood
- orangetawny => κιτρινοπορτοκαλί
- orange-sized => Μεγέθους πορτοκαλιού
- orangery => Πορτοκαλεώνας
- orangeroot => πορτοκαλί ρίζα
- orange-red => Πορτοκαλοκόκκινο
- orangeness => Πορτοκαλί
- orangeman => πορτοκαλάς
- orange-juice concentrate => συμπυκνωμένος χυμός πορτοκαλιού
- orangeism => πορτοκαλισμός
- orange-hued => Πορτοκαλί
Definitions and Meaning of orangewood in English
orangewood (n)
fine-grained wood of an orange tree; used in fine woodwork
FAQs About the word orangewood
ξύλο από πορτοκαλιά
fine-grained wood of an orange tree; used in fine woodwork
No synonyms found.
No antonyms found.
orangetawny => κιτρινοπορτοκαλί, orange-sized => Μεγέθους πορτοκαλιού, orangery => Πορτοκαλεώνας, orangeroot => πορτοκαλί ρίζα, orange-red => Πορτοκαλοκόκκινο,