Greek Meaning of on the hook
στο άγκιστρο
Other Greek words related to στο άγκιστρο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of on the hook
- on the job => στη δουλειά
- on the loose => ελεύθερμ
- on the nose => υπερβολικά προφανές
- on the offensive => στην επίθεση
- on the one hand => από τη μία πλευρά
- on the other hand => Από την άλλη πλευρά
- on the q.t. => στ' αραχνιασμένα πατώματα
- on the qt => κρυφά
- on the qui vive => σε εγρήγορση
- on the road => στο δρόμο
Definitions and Meaning of on the hook in English
on the hook (s)
caught in a difficult or dangerous situation
FAQs About the word on the hook
στο άγκιστρο
caught in a difficult or dangerous situation
No synonyms found.
No antonyms found.
on the go => εν κινήσει, on the fly => επί τόπου, on the fence => Αναποφάσιστος, on the face of it => εκ πρώτης όψεως, on the dot => ακριβώς στην ώρα,