Greek Meaning of olfactory nerve
Οσφρητικός νεύρο
Other Greek words related to Οσφρητικός νεύρο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of olfactory nerve
- olfactory modality => οσφρητική αισθητηριακή οδός
- olfactory impairment => Οσφρητική ανεπάρκεια
- olfactory bulb => Μυρωτικό κρεμμύδι
- olfactory brain => Οσφρητικός βολβός
- olfactory => οσφρητικός
- olfactories => οσφρητικοί νεύροι
- olfactor => Όσφρηση
- olfactive => οσφρητικός
- olfaction => όσφρηση
- olf => ολφ
- olfactory organ => όργανο όσφρησης
- olfactory perception => οσφρητική αντίληψη
- olfactory property => οσφρητική ιδιότητα
- olfactory sensation => Οσφρητική αίσθηση
- olfersia => Ολφερσία
- olfersia cervina => olfersia cervina
- olga korbut => Όλγα Κορμπούτ
- oliban => λιβάνι
- olibanum => λιβάνι
- olibene => Δεν υπάρχει
Definitions and Meaning of olfactory nerve in English
olfactory nerve (n)
a collective term for numerous olfactory filaments in the nasal mucosa
FAQs About the word olfactory nerve
Οσφρητικός νεύρο
a collective term for numerous olfactory filaments in the nasal mucosa
No synonyms found.
No antonyms found.
olfactory modality => οσφρητική αισθητηριακή οδός, olfactory impairment => Οσφρητική ανεπάρκεια, olfactory bulb => Μυρωτικό κρεμμύδι, olfactory brain => Οσφρητικός βολβός, olfactory => οσφρητικός,