FAQs About the word obtrude upon

παρεμβάλλεται

to intrude upon, infringe, encroach on, violate

No synonyms found.

No antonyms found.

obtrude => παρεμβαίνει, obtrectation => συκοφαντία, obtesting => ικετευτικός, obtested => ικέτευσα, obtestation => ικεσία,