Greek Meaning of nuns
καλόγριες
Other Greek words related to καλόγριες
- θρησκευτικός
- οπαδοί
- ηγουμένισσες
- εγκλείστρες
- επίσκοποι
- γυναίκες κληρικοί
- κληρικοί
- διακόνισσες
- μοναχοί
- επαίτες
- μοναχοί
- μοναχοί
- αρχάριοι
- ιέρειες
- Πανιερώτατη Μητέρα
- αδελφές
- κληρικοί
- Κλήρος
- Μονσινιόρ
- γονείς
- ηγούμενοι
- Αναχωρήτισσες
- Αρχιεπίσκοποι
- Αρχιερεύς
- κληρικοί
- γραφιάς
- Υπάλληλοι
- καλόγριες
- Κονβεντουάλες
- διάκονοι
- κοσμήτορες
- επαρχείες
- θεοί
- εκκλησιαστικοί
- αρχιιέρειες
- υπουργοί
- οβλάτοι
- ποιμένες
- πάπες
- Κήρυκες
- Πρέλατοι
- πρεσβύτεροι
- ηγούμενες
- σεβάσμιος
- ιερείς
- Πάρσονς
- ηγούμενοι
- στρατιωτικοί ιερείς
- εξομολόγοι
- ιερείς
- επιμελητής
- ιερείς
- πατέρες
- αρχιερείς
- Άγιοι Τζο
- μονσινιόρ
- πρυτάνεις
- βοσκοί
- Ουράνιοι πιλότοι
Nearest Words of nuns
Definitions and Meaning of nuns in English
nuns ()
Members of a congregation of founded by Mrs. Mary Teresa Ball, near Dublin, Ireland, in 1822, and now spread over Ireland, India, Canada, and the United States. The are called also Ladies of Loreto. They are engaged in teaching girls.
FAQs About the word nuns
καλόγριες
Members of a congregation of founded by Mrs. Mary Teresa Ball, near Dublin, Ireland, in 1822, and now spread over Ireland, India, Canada, and the United States.
θρησκευτικός,οπαδοί,ηγουμένισσες,εγκλείστρες,επίσκοποι,γυναίκες κληρικοί,κληρικοί,διακόνισσες,μοναχοί,επαίτες
λαϊκοί,λαϊκοί αναγνώστες,λαϊκοί,αναγνώστες,κοσμικός,λαϊκοί,Κοσμικοί
nunnish => μοναστικός, nunnery => μοναστήρι, nunneries => μοναστήρια, nunnation => Νουνάτιον, nung => νουνγκ,