Greek Meaning of norseman
Βόρειος
Other Greek words related to Βόρειος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of norseman
- norsemen => Βίκινγκς
- nortelry => Νορτέλρι
- north => βορράς
- north africa => Βόρεια Αφρική
- north african => βορειοαφρικανικός
- north america => Βόρεια Αμερική
- north american => βορειοαμερικανός
- north american country => Χώρα της Βόρειας Αμερικής
- north american free trade agreement => Συμφωνία ελεύθερου εμπορίου Βόρειας Αμερικής
- north american nation => βορειοαμερικανικό έθνος
Definitions and Meaning of norseman in English
norseman (n)
a native or inhabitant of Norway
norseman (n.)
One of the ancient Scandinavians; a Northman.
FAQs About the word norseman
Βόρειος
a native or inhabitant of NorwayOne of the ancient Scandinavians; a Northman.
No synonyms found.
No antonyms found.
norse mythology => Σκανδιναβική μυθολογία, norse deity => σκανδιναβική θεότητα, norse => σκανδιναβικό, norroy => Νόροϊ, norrish => Νόρρις,