FAQs About the word nonbelievers

άπιστοι

a person who is not a believer, atheist

άθεοι,άπιστοι,Έλληνες,είδωλολάτρες,άπιστοι,ειδωλολάτρες,άπιστοι,Εθνικός,εθνικοί,είδωλολάτρες

Χριστιανοί,Εβραίοι,Μουσουλμάνοι

nonbeliefs => απιστία, nonbelief => δυσπιστία, nonautomatic => μη αυτόματο, nonautomated => μη αυτοματοποιημένος, nonauthors => μη συγγραφείς,