Greek Meaning of nocturnally
νυχτερινός
Other Greek words related to νυχτερινός
Nearest Words of nocturnally
Definitions and Meaning of nocturnally in English
nocturnally (r)
at night
nocturnally (adv.)
By night; nightly.
FAQs About the word nocturnally
νυχτερινός
at nightBy night; nightly.
μεσάνυχτα,νύχτα,αργά,νυχτερινό,νύχτα,κατά τη διάρκεια της νύχτας
καθημερινός,ημερήσιος,Μεσημέρι
nocturnal => νυχτερινός, nocturn => Νυκτερινό, nocturia => Νυκτουρία, noctule => Βραδύπτερος, noctuidae => νυχτοπεταλούδες,