FAQs About the word noctivagation

νυχτοπερπατητής

A roving or going about in the night.

No synonyms found.

No antonyms found.

noctivagant => Νυχτόβιος , noctilucous => φωσφορούχος, noctilucine => Νυχτολυκίνη, noctilucin => Νυκτιλουκίνη, noctilucent => Νυκτοφωσφορίζον,