Greek Meaning of nictate
ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα
Other Greek words related to ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of nictate
- nicotinic acid => νικοτινικό οξύ
- nicotinic => νικοτινικός
- nicotianine => νικοτινίνη
- nicotiana tabacum => Νικοτιάνη η καπνική
- nicotiana rustica => Νικοτιάνη η χωριάτικη
- nicotiana glauca => Καπνός ο γλαυκός
- nicotiana alata => Nicotiana alata
- nicotiana => Καπνός
- nicotian => νικοτινικό
- nicosia => Λευκωσία
Definitions and Meaning of nictate in English
nictate (v)
briefly shut the eyes
nictate (v. i.)
To wink; to nictitate.
FAQs About the word nictate
ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα
briefly shut the eyesTo wink; to nictitate.
No synonyms found.
No antonyms found.
nicotinic acid => νικοτινικό οξύ, nicotinic => νικοτινικός, nicotianine => νικοτινίνη, nicotiana tabacum => Νικοτιάνη η καπνική, nicotiana rustica => Νικοτιάνη η χωριάτικη,