FAQs About the word negotiousness

διαπραγματευτικό

The state of being busily occupied; activity.

No synonyms found.

No antonyms found.

negotious => επιχειρηματικός, negotiosity => διαπραγματεύσιμο, negotiatrix => διαπραγματευτής, negotiatress => διαπραγματευτής, negotiatory => διαπραγματευτικός,